- προστάζω
- προστάσσω ΝΜΑ, και αττ. τ. προστάττω και δωρ. τ. ποτιτάσσω και ποιτάσσω Αδίνω διαταγή συνήθως με έντονο τρόπο, παραγγέλλω, διατάζω (α. «τούτο προστάζει ο βασιλιάς και μ' έστειλε φερμάνι», δημ. τραγούδιβ. «ἐπὶ τῆς κτίσεως συνεξέλαμψε τὸ φῶς τῷ προστάγματι», Γρηγ. Νύσσγ. «περὶ βοηθείας ἤ ἄλλο τι προστάττοντες τῇσι πόλεσι», επιγρ.)αρχ.1. (κυρίως σχετικά με στρατό) τοποθετώ κάποιον σε μία θέση2. τάσσω κοντά σε κάποιον, παρατάσσω («καὶ πρὸς τοῑσι ἔθνεσι τοὺς πλησιοχώρους προστάσσων», Ηρόδ.)3. υποβάλλω κάποιον στις διαταγές κάποιου άλλου4. εξουσιάζω5. ορίζω άρχοντα, αρχηγό σε άλλους («καὶ Γύλιππον τὸν Κλεανδρίδου προστάξαντες ἄρχοντα τοῑς Συρακοσίοις», Θουκ.)6. αστρολ. (για αστέρες) βρίσκομαι ο ένας απέναντι στον άλλο, αντικρύζω7. (η μτχ. ουδ. μέσ. ενεστ., μέσ. παρακμ. και παθ. αορ. ως ουσ.) τo προσταττόμενον και τo προστετάγμενον και τo προσταχθένη προσταγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* / ποτι- (βλ. λ. ποτί) + τάττω / τάσσω. Ο νεοελλ. τ. προστάζω έχει σχηματιστεί από τον αόρ. προσέταξα κατά το σχήμα ἔκραξα: κράζω].
Dictionary of Greek. 2013.